- προσεπιβαλόντας
- προσεπιβάλλωthrow upon besidesaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιβάλλω — Α [ἐπιβάλλω] 1. ρίχνω, πετώ, θέτω κάτι άλλο επί πλέον επάνω σε κάτι («προσεπιβαλόντας τῆς γῆς κελεύειν ἀπαγγεῑλαι τῷ Ξέρξη», Πολ.) 2. επιβάλλω επιπροσθέτως 3. προσθέτω, επιβαρύνω επί πλέον … Dictionary of Greek